- ψευδογράφημα
- τὸ, Α [ψευδογραφώ]γεωμετρικό σχήμα που έχει σχεδιαστεί εσφαλμένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδογράφημα — false diagram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφημάτων — ψευδογράφημα false diagram neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήμασι — ψευδογράφημα false diagram neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματα — ψευδογράφημα false diagram neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματι — ψευδογράφημα false diagram neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδογραφήματος — ψευδογράφημα false diagram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)